κρεατίνη

κρεατίνη
Παράγωγο της γουανιδίνης. Από χημική άποψη η κ. ανήκει στα αμινοξέα, χωρίς όμως να συμμετέχει στον σχηματισμό των πρωτεϊνών. Η ουσία αυτή έχει την ικανότητα να προσλαμβάνει μια φωσφορική ομάδα, δημιουργώντας έναν ενεργειακά πλούσιο δεσμό, και να μετατρέπεται σε φωσφορική κ. Η κ., τόσο με την ελεύθερη μορφή της όσο και με τη μορφή του φωσφορυλιωμένου παραγώγου της, συναντάται στους μυς των σπονδυλωτών, όπου παρέχει την απαραίτητη ενέργεια για τη μυϊκή σύσπαση. Συγκεκριμένα, αποτελεί δεξαμενή ενέργειας για την άμεση ανανέωση της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ΑΤΡ) –του μορίου, δηλαδή, που χρησιμοποιείται άμεσα από τις μυϊκές ίνες– σύμφωνα με την αντίδραση: φωσφορική κρεατίνη + ADP ↔ κρεατίνη + ΑΤΡ. Η κ. βρίσκεται σε δεκαπλάσια συγκέντρωση στους μυς σε σχέση με τη συγκέντρωση του ΑΤΡ.
* * *
η
(βιοχημ.) γουανιδινικό παράγωγο τής γλυκόκολλας, το οποίο βρίσκεται στο αίμα, στον εγκέφαλο και στους μυς και παίζει σημαντικό ρόλο στη μυϊκή σύσπαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. creatine < creat- (< κρέας) + κατάλ. -ine. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργ. Α. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρεατινός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεάτινος 2. φρ. α) «κρεατινή εβδομάδα» ή, απλώς, «κρεατινή» η προτελευταία εβδομάδα τής αποκριάς β) «κρεατινή Κυριακή» η τρίτη Κυριακή τής αποκριάς, η Κυριακή τής Κρεοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • φωσφοκρεατίνη — η, Ν (βιοχ.) η φωσφορική κρεατίνη, ένωση υψηλής ενέργειας, παράγωγο τής σύνδεσης τής κρεατίνης με φωσφορικό οξύ, που ανήκει στην ομάδα τών φωσφαγόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphocreatine] …   Dictionary of Greek

  • κρεατινός — ή, ό 1.αυτός που παρασκευάζεται από κρέας. 2. φρ., «κρεατινή Κυριακή» δηλώνει την προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”